Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mamelle < λατινική mamilla, υποκοριστικό του mamma

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.mɛl/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mamelle mamelles

mamelle (fr) θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία