μαστοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαστοειδής | η | μαστοειδής | το | μαστοειδές |
γενική | του | μαστοειδούς* | της | μαστοειδούς | του | μαστοειδούς |
αιτιατική | τον | μαστοειδή | τη | μαστοειδή | το | μαστοειδές |
κλητική | μαστοειδή(ς) | μαστοειδής | μαστοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαστοειδείς | οι | μαστοειδείς | τα | μαστοειδή |
γενική | των | μαστοειδών | των | μαστοειδών | των | μαστοειδών |
αιτιατική | τους | μαστοειδείς | τις | μαστοειδείς | τα | μαστοειδή |
κλητική | μαστοειδείς | μαστοειδείς | μαστοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμαστοειδής,ής,ές