Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστοειδής η μαστοειδής το μαστοειδές
      γενική του μαστοειδούς* της μαστοειδούς του μαστοειδούς
    αιτιατική τον μαστοειδή τη μαστοειδή το μαστοειδές
     κλητική μαστοειδή(ς) μαστοειδής μαστοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστοειδείς οι μαστοειδείς τα μαστοειδή
      γενική των μαστοειδών των μαστοειδών των μαστοειδών
    αιτιατική τους μαστοειδείς τις μαστοειδείς τα μαστοειδή
     κλητική μαστοειδείς μαστοειδείς μαστοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστοειδής < μαστός + είδος

  Επίθετο επεξεργασία

μαστοειδής,ής,ές

  • που έχει το σχήμα μαστού, συνήθως εννοείται η μαστοειδής απόφυση στο εσωτερικό του αυτιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία