breast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
breast | breasts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbreast (en)
- το στήθος ο μαστός της γυναίκας
- το στήθος, το τμήμα του ρούχου που καλύπτει το στήθος
- ⮡ My dress has a stain on the breast.
- Το φόρεμά μου έχει ένα λεκέ στο στήθος.
- ⮡ My dress has a stain on the breast.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στήθος, το κρέας από το μπροστινό μέρος του σώματος ενός πουλιού ή ενός ζώου
- ⮡ We roll every chicken breast, on both sides, first in flour, then in egg, and finally in breadcrumbs.
- Περνάμε κάθε στήθος κοτόπουλου, και από τις δύο πλευρές, πρώτα στο αλεύρι, μετά στα αυγά και, τέλος, στη φρυγανιά.
- ⮡ We roll every chicken breast, on both sides, first in flour, then in egg, and finally in breadcrumbs.