μαστόδοντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστόδοντας < μαστόδους < νεολατινική mastodon (λέξη δημιουργημένη από τον Ζωρζ Κυβιέ το 1806) < μαστός + ὀδούς (για τις κωνικές ακμές των δοντιών τους)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστόδοντας αρσενικό
- πρόγονος του ελέφαντα -έζησε περίπου 3,5 εκ. χρόνια πριν.