Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστοπάθεια οι μαστοπάθειες
      γενική της μαστοπάθειας των μαστοπαθειών
    αιτιατική τη μαστοπάθεια τις μαστοπάθειες
     κλητική μαστοπάθεια μαστοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστοπάθεια < μαστός + -πάθεια ( < πάσχω )

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστοπάθεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία