Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστοφόρα ουσιαστικοποιημένο επίθετο < από τoν πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαστοφόρος,ος,ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των μαστοφόρων)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία