transmissible
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- transmissible < λατινική transmissum
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
transmissible | transmissibles |
transmissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
transmissible | transmissibles |
transmissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό