Ετυμολογία

επεξεργασία
transmissible < λατινική transmissum

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
transmissible transmissibles

transmissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μεταβιβάσιμος
  2. μεταδοτικός
  3. απαλλοτριώσιμος