αφαιρέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφαιρέτης < (ελληνιστική κοινή) ἀφαιρέτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφαιρέτης αρσενικό
- (μαθηματικά) άλλη μορφή του αφαιρετέος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφαιρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφαιρέτης
|