• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ενθυλάκωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενθυλάκωση οι ενθυλακώσεις
      γενική της ενθυλάκωσης* των ενθυλακώσεων
    αιτιατική την ενθυλάκωση τις ενθυλακώσεις
     κλητική ενθυλάκωση ενθυλακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθυλακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ενθυλάκωση < ενθυλακώνω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενθυλάκωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθυλακώνω
  2. (πληροφορική, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η τεχνική της ενσωμάτωσης σε δομή δεδομένων (πχ. αντικείμενο) των λειτουργιών (πχ. μέθοδοι) που διαχειρίζονται τα δεδομένα της

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ενθυλάκωση
  • αγγλικά : encapsulation (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενθυλάκωση&oldid=5471179"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:23

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:23.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας