ενθυλακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενθυλακώνω < εν- + θύλακ(ος) + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική empocher) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.θi.laˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐θυ‐λα‐κώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαενθυλακώνω, αόρ.: ενθυλάκωσα, παθ.φωνή: ενθυλακώνομαι, π.αόρ.: ενθυλακώθηκα, μτχ.π.π.: ενθυλακωμένος [2]
- (λόγιο, συνήθως ειρωνικό) κερδίζω, εισπράττω, κάνω δικό μου κάτι που δεν μου ανήκει, βάζω κάτι μέσα στην τσέπη μου
- ※ Μετράμε τα χαμένα δισεκατομμύρια, βρίσκουμε τους απατεώνες, απαιτούμε την επιστροφή των κονδυλίων που αντί να αξιοποιηθούν σε έργα, ενθυλακώθηκαν. (@tovima.gr)
- ≈ συνώνυμα: ιδιοποιούμαι χρήματα, τσεπώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενθυλακώνω | ενθυλάκωνα | θα ενθυλακώνω | να ενθυλακώνω | ενθυλακώνοντας | |
β' ενικ. | ενθυλακώνεις | ενθυλάκωνες | θα ενθυλακώνεις | να ενθυλακώνεις | ενθυλάκωνε | |
γ' ενικ. | ενθυλακώνει | ενθυλάκωνε | θα ενθυλακώνει | να ενθυλακώνει | ||
α' πληθ. | ενθυλακώνουμε | ενθυλακώναμε | θα ενθυλακώνουμε | να ενθυλακώνουμε | ||
β' πληθ. | ενθυλακώνετε | ενθυλακώνατε | θα ενθυλακώνετε | να ενθυλακώνετε | ενθυλακώνετε | |
γ' πληθ. | ενθυλακώνουν(ε) | ενθυλάκωναν ενθυλακώναν(ε) |
θα ενθυλακώνουν(ε) | να ενθυλακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενθυλάκωσα | θα ενθυλακώσω | να ενθυλακώσω | ενθυλακώσει | ||
β' ενικ. | ενθυλάκωσες | θα ενθυλακώσεις | να ενθυλακώσεις | ενθυλάκωσε | ||
γ' ενικ. | ενθυλάκωσε | θα ενθυλακώσει | να ενθυλακώσει | |||
α' πληθ. | ενθυλακώσαμε | θα ενθυλακώσουμε | να ενθυλακώσουμε | |||
β' πληθ. | ενθυλακώσατε | θα ενθυλακώσετε | να ενθυλακώσετε | ενθυλακώστε | ||
γ' πληθ. | ενθυλάκωσαν ενθυλακώσαν(ε) |
θα ενθυλακώσουν(ε) | να ενθυλακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενθυλακώσει | είχα ενθυλακώσει | θα έχω ενθυλακώσει | να έχω ενθυλακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενθυλακώσει | είχες ενθυλακώσει | θα έχεις ενθυλακώσει | να έχεις ενθυλακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενθυλακώσει | είχε ενθυλακώσει | θα έχει ενθυλακώσει | να έχει ενθυλακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενθυλακώσει | είχαμε ενθυλακώσει | θα έχουμε ενθυλακώσει | να έχουμε ενθυλακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενθυλακώσει | είχατε ενθυλακώσει | θα έχετε ενθυλακώσει | να έχετε ενθυλακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενθυλακώσει | είχαν ενθυλακώσει | θα έχουν ενθυλακώσει | να έχουν ενθυλακώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενθυλακώνομαι | ενθυλακωνόμουν(α) | θα ενθυλακώνομαι | να ενθυλακώνομαι | ||
β' ενικ. | ενθυλακώνεσαι | ενθυλακωνόσουν(α) | θα ενθυλακώνεσαι | να ενθυλακώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ενθυλακώνεται | ενθυλακωνόταν(ε) | θα ενθυλακώνεται | να ενθυλακώνεται | ||
α' πληθ. | ενθυλακωνόμαστε | ενθυλακωνόμαστε ενθυλακωνόμασταν |
θα ενθυλακωνόμαστε | να ενθυλακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ενθυλακώνεστε | ενθυλακωνόσαστε ενθυλακωνόσασταν |
θα ενθυλακώνεστε | να ενθυλακώνεστε | (ενθυλακώνεστε) | |
γ' πληθ. | ενθυλακώνονται | ενθυλακώνονταν ενθυλακωνόντουσαν |
θα ενθυλακώνονται | να ενθυλακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενθυλακώθηκα | θα ενθυλακωθώ | να ενθυλακωθώ | ενθυλακωθεί | ||
β' ενικ. | ενθυλακώθηκες | θα ενθυλακωθείς | να ενθυλακωθείς | ενθυλακώσου | ||
γ' ενικ. | ενθυλακώθηκε | θα ενθυλακωθεί | να ενθυλακωθεί | |||
α' πληθ. | ενθυλακωθήκαμε | θα ενθυλακωθούμε | να ενθυλακωθούμε | |||
β' πληθ. | ενθυλακωθήκατε | θα ενθυλακωθείτε | να ενθυλακωθείτε | ενθυλακωθείτε | ||
γ' πληθ. | ενθυλακώθηκαν ενθυλακωθήκαν(ε) |
θα ενθυλακωθούν(ε) | να ενθυλακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενθυλακωθεί | είχα ενθυλακωθεί | θα έχω ενθυλακωθεί | να έχω ενθυλακωθεί | ενθυλακωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενθυλακωθεί | είχες ενθυλακωθεί | θα έχεις ενθυλακωθεί | να έχεις ενθυλακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενθυλακωθεί | είχε ενθυλακωθεί | θα έχει ενθυλακωθεί | να έχει ενθυλακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενθυλακωθεί | είχαμε ενθυλακωθεί | θα έχουμε ενθυλακωθεί | να έχουμε ενθυλακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενθυλακωθεί | είχατε ενθυλακωθεί | θα έχετε ενθυλακωθεί | να έχετε ενθυλακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενθυλακωθεί | είχαν ενθυλακωθεί | θα έχουν ενθυλακωθεί | να έχουν ενθυλακωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ενθυλακώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)