ενθυλακώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.θi.laˈko.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐θυ‐λα‐κώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ενθυλακώνομαι, π.αόρ.: ενθυλακώθηκα, μτχ.π.π.: ενθυλακωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ενθυλακώνω