τσεπώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσεπώνω < τσέπη
Ρήμα επεξεργασία
τσεπώνω
- βάζω στην τσέπη
- τσέπωσε τους παράδες
- (συνεκδοχικά) εισπράττω
- (μεταβατικό) τσέπωσε τους παράδες κι έφυγε
- (αμετάβατο) ήρθε, τσέπωσε και έφυγε
- τσέπωσε τις επιδοτήσεις κι εξαφανίστηκε
- ≈ συνώνυμα: βάζω στην τσέπη
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσέπη