Ετυμολογία

επεξεργασία
τσεπώνω < τσέπη

τσεπώνω

τσέπωσε τους παράδες
(μεταβατικό) τσέπωσε τους παράδες κι έφυγε
(αμετάβατο) ήρθε, τσέπωσε και έφυγε
τσέπωσε τις επιδοτήσεις κι εξαφανίστηκε
 συνώνυμα: βάζω στην τσέπη

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  τσέπη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία