encapsulation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαencapsulation (en)
- η ενθυλάκωση
- (μεταφορικά) η συνόψιση
- (πληροφορική, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η ενθυλάκωση
- δείτε επίσης: encapsulation (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- encapsulation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
encapsulation | encapsulations |
encapsulation (fr) θηλυκό