αφαιρέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφαιρέσιμος < αφαιρώ + -σιμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική soustractif)
Επίθετο
επεξεργασίααφαιρέσιμος
- που μπορεί ή αξίζει να αφαιρεθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφαιρώ