Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφαιρέσιμος η αφαιρέσιμη το αφαιρέσιμο
      γενική του αφαιρέσιμου της αφαιρέσιμης του αφαιρέσιμου
    αιτιατική τον αφαιρέσιμο την αφαιρέσιμη το αφαιρέσιμο
     κλητική αφαιρέσιμε αφαιρέσιμη αφαιρέσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφαιρέσιμοι οι αφαιρέσιμες τα αφαιρέσιμα
      γενική των αφαιρέσιμων των αφαιρέσιμων των αφαιρέσιμων
    αιτιατική τους αφαιρέσιμους τις αφαιρέσιμες τα αφαιρέσιμα
     κλητική αφαιρέσιμοι αφαιρέσιμες αφαιρέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφαιρέσιμος < αφαιρώ + -σιμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική soustractif)

  Επίθετο επεξεργασία

αφαιρέσιμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία