Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ablation ablations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ablation (en)

  1. η αφαίρεση (κάποιου αντικειμένου ή τμήματος)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bla.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ablation ablations

ablation (fr) θηλυκό

  1. η αφαίρεση (κάποιου αντικειμένου ή τμήματος)