προσθαφαίρεση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσθαφαίρεση | οι | προσθαφαιρέσεις |
γενική | της | προσθαφαίρεσης* | των | προσθαφαιρέσεων |
αιτιατική | την | προσθαφαίρεση | τις | προσθαφαιρέσεις |
κλητική | προσθαφαίρεση | προσθαφαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσθαφαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσθαφαίρεση < πρόσθεσ(η) + αφαίρεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.sθaˈfe.ɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σθα‐φαί‐ρε‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσθαφαίρεση θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προσθαφαίρεση
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.