προσθαφαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσθαφαίρεση | οι | προσθαφαιρέσεις |
γενική | της | προσθαφαίρεσης* | των | προσθαφαιρέσεων |
αιτιατική | την | προσθαφαίρεση | τις | προσθαφαιρέσεις |
κλητική | προσθαφαίρεση | προσθαφαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσθαφαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσθαφαίρεση < ελληνιστική κοινή προσθαφαίρεσις[1] [2] < προσθαφαιρέω / προσθαφαιρῶ < αρχαία ελληνική προστίθημι + ἀφαιρέω / ἀφαιρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.sθaˈfe.ɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σθα‐φαί‐ρε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσθαφαίρεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσθαφαιρώ, η διαδοχική πρόσθεση και αφαίρεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσθαφαίρεση
|
Πηγές
επεξεργασία- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
- ↑ προσθαφαίρεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ προσθαφαίρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας