ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσθαφαίρεσῐς αἱ προσθαφαιρέσεις
      γενική τῆς προσθαφαιρέσεως τῶν προσθαφαιρέσεων
      δοτική τῇ προσθαφαιρέσει ταῖς προσθαφαιρέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσθαφαίρεσῐν τὰς προσθαφαιρέσεις
     κλητική ! προσθαφαίρεσῐ προσθαφαιρέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσθαφαιρέσει
γεν-δοτ τοῖν  προσθαφαιρεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσθαφαίρεσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσθαφαίρεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)