βοτάνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /voˈta.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐τά‐νι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοτάνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία του βοτανίζω, η αφαίρεση και το καθάρισμα των αγριόχορτων και των ζιζανίων από έκταση που καλλιεργείται ή πρόκειται να καλλιεργηθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βοτάνισμα
|