Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεχορτάριασμα τα ξεχορταριάσματα
      γενική του ξεχορταριάσματος των ξεχορταριασμάτων
    αιτιατική το ξεχορτάριασμα τα ξεχορταριάσματα
     κλητική ξεχορτάριασμα ξεχορταριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχορτάριασμα < ξεχορταριάζω, ξεχορταριασ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.xoɾˈtaɾ.ʝa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐χορ‐τά‐ρια‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεχορτάριασμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία