αυτοφυής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυτοφυής < αρχαία ελληνική αὐτοφυής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αυτοφυής, -ής, -ές
- που φυτρώνει μόνος του
- αυτοφυές φυτό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυτοφυής
αυτοφυής, -ής, -ές