Δείτε επίσης: αὐτοφυής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοφυής η αυτοφυής το αυτοφυές
      γενική του αυτοφυούς* της αυτοφυούς του αυτοφυούς
    αιτιατική τον αυτοφυή την αυτοφυή το αυτοφυές
     κλητική αυτοφυή(ς) αυτοφυής αυτοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοφυείς οι αυτοφυείς τα αυτοφυή
      γενική των αυτοφυών των αυτοφυών των αυτοφυών
    αιτιατική τους αυτοφυείς τις αυτοφυείς τα αυτοφυή
     κλητική αυτοφυείς αυτοφυείς αυτοφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοφυής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοφυής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.fiˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐φυ‐ής

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοφυής, -ής, -ές

αυτοφυές φυτό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία