χορταρένιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χορταρένιος < χορτάρι κατά το κριθαρένιος, σιταρένιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χορταρένιος
- που είναι φτιαγμένος, κατασκευασμένος από χόρτα, και χορτάρινος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χορταρένιος