χόρτον
Ετυμολογία
επεξεργασία- χόρτον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χόρτος (αρχαία ελληνικά) με μεταπλασμό σε ουδέτερα κατά το φυτόν, λάχανον [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχόρτον ουδέτερο
- το χόρτο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χόρτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας