φυτόν
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυτόν < αρχαία ελληνική φυτόν
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυτόν ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυτόν < φύω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυτόν
- αυτό που φύεται από τη γη σε αντιδιαστολή προς τα ζώα, το φυτό
- φυτῶν ὄρχατοι (δενδρόκηποι)
- τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς (τον ανάθρεψα σαν δέντρο σε ψηλά αλώνια)
- φυτά ἀμπέλων
- γενικά τα πλάσματα της δημιουργίας, οι απόγονοι, τα βλαστάρια, το γέννημα
- εἴ τις ἐμὲ καὶ σὲ καὶ τἆλλα φυτὰ (Πλάτωνας -Σοφιστής)
- γυναῖκες,.... ἀθλιώτατον φυτόν (οι γυναίκες ...είμαστε τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα -Μήδεια)
- εἶτ᾽ οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν
- Χαρίτων φυτόν
- ...φυτόν οὐράνιον (ο άνθρωπος είναι φυτό που έχει τις ρίζες του στον ουρανό, είναι γέννημα του ουρανού)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- φυτοβασίλειον
- φυτοειδῶς
- φυτοεργός
- φυτοφόρος
- φυτοφύλαξ
- φυτοκομέω
- φυτοκόμια
- φυτόομαι
- φυτοσκαφία
- φυτοσκάφος
- φυτοσπορία
- φυτόσπορος
- φυτοσπόρος
- φυτοτροφέομαι
- φυτοτροφία
- φυτότροφος
- φυτουργεῖον
- φυτουργέω
- φυτούργημα
- φυτουργία
- φυτουργικός
- φυτουργός
- φυτούριον
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φυτόν