φυτόν
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῠτο- | |||||
ονομαστική | τὸ | φυτόν | τὰ | φυτᾰ́ | |
γενική | τοῦ | φυτοῦ | τῶν | φυτῶν | |
δοτική | τῷ | φυτῷ | τοῖς | φυτοῖς | |
αιτιατική | τὸ | φυτόν | τὰ | φυτᾰ́ | |
κλητική ὦ! | φυτόν | φυτᾰ́ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυτώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυτοῖν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυτόν < φύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυτόν
- αυτό που φύεται από τη γη σε αντιδιαστολή προς τα ζώα, το φυτό
- φυτῶν ὄρχατοι (δενδρόκηποι)
- τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς (τον ανάθρεψα σαν δέντρο σε ψηλά αλώνια)
- φυτά ἀμπέλων
- γενικά τα πλάσματα της δημιουργίας, οι απόγονοι, τα βλαστάρια, το γέννημα
- εἴ τις ἐμὲ καὶ σὲ καὶ τἆλλα φυτὰ (Πλάτωνας -Σοφιστής)
- γυναῖκες,.... ἀθλιώτατον φυτόν (οι γυναίκες ...είμαστε τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα -Μήδεια)
- εἶτ᾽ οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν
- Χαρίτων φυτόν
- ...φυτόν οὐράνιον (ο άνθρωπος είναι φυτό που έχει τις ρίζες του στον ουρανό, είναι γέννημα του ουρανού)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ενδεικτικά:
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φυτόν
- το ουδέτερο του επιθέτου φυτός, φυτή, φυτόν
- το ξύλινο γλυπτό
- αυτό που είναι δημιουργημα φυσικό, γέννημα της φύσης, όχι τεχνητό
- το γόνιμο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «φυτόν» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «φυτόν» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.