Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δενδρόκηπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δενδρόκηπ
ος
οι
δενδρόκηπ
οι
γενική
του
δενδρόκηπ
ου
των
δενδρόκηπ
ων
αιτιατική
τον
δενδρόκηπ
ο
τους
δενδρόκηπ
ους
κλητική
δενδρόκηπ
ε
δενδρόκηπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δενδρόκηπος
<
δένδρον
+
κῆπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δενδρόκηπος
αρσενικό
(
λόγιο
) ο
δεντρόκηπος