δεντρόκηπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδεντρόκηπος αρσενικό
- κήπος φυτεμένος με δέντρα
- ※ Ρούφηξα με απόλαυση τη νυχτερινή αύρα, ελαφρά αρωματισμένη από τα γύρω μποστάνια και τους δεντρόκηπους. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεντρόκηπος
|