φυτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυτός < φύω
Επίθετο
επεξεργασίαὁ φυτός, ἡ φυτή, τό φυτόν
- που έχει βλαστήσει, φυτρώσει
- (μεταφορικά) αυτός που είναι έργο της φύσης, όχι ο τεχνητός, δίχως την παρέμβαση ανθρώπου
- πιθανόν ο ξύλινος