φυλλαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυλλαράκι | τα | φυλλαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φυλλαράκι | τα | φυλλαράκια |
κλητική | φυλλαράκι | φυλλαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυλλαράκι < φύλλ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -αράκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.laˈɾa.ci/
- ομόηχο: φιλαράκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλλαράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό της λέξης φύλλο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυλλαράκι