Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γρασιδότοπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γρασιδότοπ
ος
οι
γρασιδότοπ
οι
γενική
του
γρασιδότοπ
ου
των
γρασιδότοπ
ων
αιτιατική
τον
γρασιδότοπ
ο
τους
γρασιδότοπ
ους
κλητική
γρασιδότοπ
ε
γρασιδότοπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γρασιδότοπος
<
γρασίδ(ι)
+
-ό-
+
-τοπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γρασιδότοπος
αρσενικό
τόπος
που έχει (πολύ)
γρασίδι
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
βοσκοτόπι
)
(
λιβάδι
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
γρασίδι
και
τόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γρασιδότοπος
αγγλικά
:
grassland
(en)