turf
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
turf | turfs / turves |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαturf (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χλοοτάπητας, ο χορτοτάπητας
- ⮡ the turf of the stadium’s playing field - ο χορτοτάπητας του αγωνιστικού χώρου του σταδίου
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τύρφη
- (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η περιοχή, το μέρος όπου ζει ή εργάζεται κάποιος, ειδικά όταν το θεωρεί δικό του
- ⮡ the salesman’s turf - η περιοχή ενός πλασιέ
Πηγές
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαturf (nl)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαturf (fy)