τύρφη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τύρφη | οι | τύρφες |
γενική | της | τύρφης | των | τυρφών |
αιτιατική | την | τύρφη | τις | τύρφες |
κλητική | τύρφη | τύρφες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τύρφη < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική turf[1] ή γερμανική Torf[2] < δυτική πρωτογερμανική *turb < πρωτογερμανική *turbz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derbʰ-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtir.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τύρ‐φη
Ουσιαστικό επεξεργασία
τύρφη θηλυκό
- (γεωλογία) σπογγώδης ελαφριά ύλη που προέρχεται από μερική αποσύνθεση / απανθράκωση φυτικών οργανισμών και χρησιμοποιείται σαν καύσιμο
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποάνθρακας· μερικώς αποσυντεθειμένη οργανική ύλη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τύρφη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ τύρφη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)