ανθρακίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρακίτης < (άμεσο δάνειο) αγγλική anthracite < λατινική anthracitis < ελληνιστική κοινή ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρακίτης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άνθρακας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανθρακίτης