απανθράκωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απανθράκωση | οι | απανθρακώσεις |
γενική | της | απανθράκωσης* | των | απανθρακώσεων |
αιτιατική | την | απανθράκωση | τις | απανθρακώσεις |
κλητική | απανθράκωση | απανθρακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απανθρακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απανθράκωση < απανθρακώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπανθράκωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απανθρακώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απανθρακώνω και άνθρακας