Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυρφώδης η τυρφώδης το τυρφώδες
      γενική του τυρφώδους της τυρφώδους του τυρφώδους
    αιτιατική τον τυρφώδη την τυρφώδη το τυρφώδες
     κλητική τυρφώδη(ς) τυρφώδης τυρφώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυρφώδεις οι τυρφώδεις τα τυρφώδη
      γενική των τυρφωδών των τυρφωδών των τυρφωδών
    αιτιατική τους τυρφώδεις τις τυρφώδεις τα τυρφώδη
     κλητική τυρφώδεις τυρφώδεις τυρφώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυρφώδης < τύρφη + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

τυρφώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με τύρφη
    Καθίσταμαι τυρφώδης
  2. που περιέχει τύρφη
    Τυρφώδης έκταση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία