τάπητας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τάπητας | οι | τάπητες |
γενική | του | τάπητα | των | ταπήτων |
αιτιατική | τον | τάπητα | τους | τάπητες |
κλητική | τάπητα | τάπητες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
τάπητας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάπης από την αιτιατική ενικού «τὸν τάπητα», σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tapis, για το οποίο, δείτε ταπί και το αντιδάνειο ταπετσάρω.[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈta.pi.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐πη‐τας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τάπητας αρσενικό
- μάλλινο χαλί για το στρώσιμο του δαπέδου ή των τοιχών
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ταπετσαρία, ταπετσάρω & συγγενικά
- ταπί
- ταπισερί
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τάπητας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας