πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τάπητας οι τάπητες
      γενική του τάπητα των ταπήτων
    αιτιατική τον τάπητα τους τάπητες
     κλητική τάπητα τάπητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

τάπητας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάπης από την αιτιατική ενικού «τὸν τάπητα», σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tapis, για το οποίο, δείτε ταπί και το αντιδάνειο ταπετσάρω.[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία