Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταπετσάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Εργάτης ταπετσάρει καναπέ.
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταπετσάρω
<
ιταλική
tappezzare
<
υστερολατινική
*
tapitiare
< *
tapitium
<
ελληνιστική κοινή
τᾰπήτιον
<
αρχαία ελληνική
τάπης
(
αντιδάνειο
)
Ρήμα
επεξεργασία
ταπετσάρω
καλύπτω
έναν
τοίχο
με χαρτί, ξύλο, πλαστικό, ύφασμα, κ.α.
Συγγενικά
επεξεργασία
ταπετσαρία
ταπετσάρισμα
ταπετσιέρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταπετσάρω
γαλλικά
:
tapisser
(fr)
γερμανικά
:
tapezieren
(de)