ταπετσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταπετσάρισμα < ταπετσάρω + -ισμα < ιταλική tappezzare < υστερολατινική *tapitiare < *tapitium < ελληνιστική κοινή τᾰπήτιον < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταπετσάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ταπετσάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταπετσάρισμα
|