μπουχάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /buˈxa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐χά‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουχάρα θηλυκό άκλιτο
- μεγάλο χαλί για το πάτωμα, με γεωμετρικά σχέδια, κοκκινωπού χρώματος από το Ουζμπεκιστάν
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μπουχάρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουχάρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπουχάρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)