ταπισερί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταπισερί < γαλλική tapisserie < tapis + -erie < λατινική tapes < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταπισερί θηλυκό άκλιτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ταπετσαρία
- → δείτε τη λέξη τάπητας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταπισερί