στρωσίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρωσίδι | τα | στρωσίδια |
γενική | του | στρωσιδιού | των | στρωσιδιών |
αιτιατική | το | στρωσίδι | τα | στρωσίδια |
κλητική | στρωσίδι | στρωσίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρωσίδι < μεσαιωνική ελληνική στρωσίδιον < υποκοριστικό του στρῶσις + -ίδιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾoˈsi.ði/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρωσίδι ουδέτερο
- κομμάτι από ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύπτει το δάπεδο
- ύφασμα που χρησιμεύει ως κάλυμμα επίπλου
- (στον πληθυντικό) κάθε ύφασμα (σεντόνι, κουβέρτα, πάπλωμα κ.λπ.) με το οποίο στρώνεται το κρεβάτι