Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταπητουργία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ταπητουργί
α
οι
ταπητουργί
ες
γενική
της
ταπητουργί
ας
των
ταπητουργι
ών
αιτιατική
την
ταπητουργί
α
τις
ταπητουργί
ες
κλητική
ταπητουργί
α
ταπητουργί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταπητουργία
<
τάπης
(
γεν.:
τάπητ
ος) +
-ουργία
(<
-ουργός
<
έργο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταπητουργία
θηλυκό
ο παραγωγικός κλάδος που ασχολείται με την ύφανση
χαλιών
Συγγενικά
επεξεργασία
τάπητας
ταπητουργός
ταπητουργείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταπητουργία
αγγλικά
:
carpet factory
(en)