καρπέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρπέτο | τα | καρπέτα |
γενική | του | καρπέτου | των | καρπέτων |
αιτιατική | το | καρπέτο | τα | καρπέτα |
κλητική | καρπέτο | καρπέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρπέτο < (άμεσο δάνειο) γαλλική carpette + -ο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾˈpe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐πέ‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρπέτο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρπέτο
→ δείτε τη λέξη καρπέτα |