carpette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- carpette < (άμεσο δάνειο) αγγλική carp(et) + υποκοριστικό επίθημα -ette < παλαιά γαλλική carpite < παλαιά ιταλική carpita < λατινική carpo
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: καρπέτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
carpette | carpettes |
carpette (fr) θηλυκό
- (υποκοριστικό) το χαλάκι
- η καρπέτα
Πηγές
επεξεργασία- carpette - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé