Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαζοζέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική gazogène[1] (δηλ. συσκευή που κάνει αεριοποίηση)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαζοζέν ουδέτερο άκλιτο

  1. φορτηγό αυτοκίνητο ή λεωφορείο πολύ συνηθισμένο κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο λόγω έλλειψης καυσίμων που ήταν ειδικά διασκευασμένο ούτως ώστε ο κινητήρας του να λειτουργούσε με καύσιμο το αέριο που παρασκευαζόταν από τη μερική καύση ξύλων με τα οποία τροφοδοτείτο ειδικός λέβητας που ήταν εγκατεστημένος στο όχημα γι' αυτό το σκοπό
  2. (μεταφορικά) παλιό αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση
     συνώνυμα: σαράβαλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία