Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεριοποίηση οι αεριοποιήσεις
      γενική της αεριοποίησης* των αεριοποιήσεων
    αιτιατική την αεριοποίηση τις αεριοποιήσεις
     κλητική αεριοποίηση αεριοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεριοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριοποίηση < αεριοποι(ώ) + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική gasification

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾi.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρι‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεριοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία