Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαζιέρα οι γκαζιέρες
      γενική της γκαζιέρας
    αιτιατική την γκαζιέρα τις γκαζιέρες
     κλητική γκαζιέρα γκαζιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαζιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gazière[1], κάζ(ι) + -ιέρα[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡaˈzʝe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκα‐ζιέ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαζιέρα θηλυκό

  • η συσκευή που λειτουργεί με γκάζι και χρησιμεύει κυρίως στο μαγείρεμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. γκάζι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. γκαζιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας