γκαζιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαζιέρα | οι | γκαζιέρες |
γενική | της | γκαζιέρας | — | |
αιτιατική | την | γκαζιέρα | τις | γκαζιέρες |
κλητική | γκαζιέρα | γκαζιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡaˈzʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐ζιέ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαζιέρα θηλυκό
- η συσκευή που λειτουργεί με γκάζι και χρησιμεύει κυρίως στο μαγείρεμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γκάζι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ γκαζιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας