γκαζοντενεκές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαζοντενεκές < γκάζ(ι) + -ο- + (ν)τενεκές
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɡa.zo.de.neˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐ζο‐ντε‐νε‐κές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαζοντενεκές αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γκαζοντενεκές
|