↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντενεκές οι ντενεκέδες
      γενική του ντενεκέ των ντενεκέδων
    αιτιατική τον ντενεκέ τους ντενεκέδες
     κλητική ντενεκέ ντενεκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντενεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική teneke με ηχηροποίηση [t] > [d] από την έναρθρη αιτιατική (τον τενεκέ: ton te> tonde > ton de][1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.neˈces/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντενεκές αρσενικό

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία