ντενεκές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντενεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική teneke με ηχηροποίηση [t] > [d] από την έναρθρη αιτιατική (τον τενεκέ: ton te> tonde > ton de][1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντενεκές αρσενικό
- άλλη μορφή του τενεκές
- ντενεκεδάκι και ντενεκάκι
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ντενεκές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας