ντενεκεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντενεκεδάκι | τα | ντενεκεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ντενεκεδάκι | τα | ντενεκεδάκια |
κλητική | ντενεκεδάκι | ντενεκεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ντενεκεδάκι < ντενεκές + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντενεκεδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ντενεκές
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντενεκεδάκι
|