πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεριούχος η αεριούχος
& αεριούχα
το αεριούχο
      γενική του αεριούχου της αεριούχου
& αεριούχας
του αεριούχου
    αιτιατική τον αεριούχο την αεριούχο
& αεριούχα
το αεριούχο
     κλητική αεριούχε αεριούχε
& αεριούχα
αεριούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεριούχοι οι αεριούχοι
& αεριούχες
τα αεριούχα
      γενική των αεριούχων των αεριούχων των αεριούχων
    αιτιατική τους αεριούχους τις αεριούχους
& αεριούχες
τα αεριούχα
     κλητική αεριούχοι αεριούχοι
& αεριούχες
αεριούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεριούχος

αεριούχος, -ος/-α, -ο

  • (για μη οινοπνευματώδη ποτά) που έχει ανθρακικό
      Αυτό το νερό είναι αεριούχο.

Μεταφράσεις

επεξεργασία