αεριούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεριούχος < αερι- + -ούχος, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gazeux)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρι‐ού‐χος
Επίθετο
επεξεργασίααεριούχος, -ος/-α, -ο
- (για μη οινοπνευματώδη ποτά) που έχει ανθρακικό
- ⮡ Αυτό το νερό είναι αεριούχο.