Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθρακικό τα ανθρακικά
      γενική του ανθρακικού των ανθρακικών
    αιτιατική το ανθρακικό τα ανθρακικά
     κλητική ανθρακικό ανθρακικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρακικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο από τη φράση ανθρακικό οξύ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρακικό ουδέτερο

  1. (χημεία) χημική ουσία γνωστή στη χημεία ως ανθρακικό οξύ
    θέλετε πορτοκαλάδα με ή χωρίς ανθρακικό;
  2. (καθομιλουμένη) αέριο που εκλύεται από υγρό εμπλουτισμένο σε ανθρακικό οξύ που είναι διοξείδιο του άνθρακα
    κούνησε την πορτοκαλάδα σου να βγει το ανθρακικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία