ανθρακικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανθρακικό ουδέτερο
- (χημεία) χημική ουσία γνωστή στη χημεία ως ανθρακικό οξύ
- θέλετε πορτοκαλάδα με ή χωρίς ανθρακικό;
- (καθομιλουμένη) αέριο που εκλύεται από υγρό εμπλουτισμένο σε ανθρακικό οξύ που είναι διοξείδιο του άνθρακα
- κούνησε την πορτοκαλάδα σου να βγει το ανθρακικό